υστεροπηξία

υστεροπηξία
η, Ν
ιατρ. χειρουργική επέμβαση που συνίσταται στην επανατοποθέτηση και στερέωση τής μήτρας σε φυσιολογική θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hysteropexie < υστέρα «μήτρα» + -πηξία (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υστεροπηξία — η (ιατρ.), χειρουργική επέμβαση, με την οποία η υστέρα (η μήτρα) σε περιπτώσεις μετατόπισης ή πρόσπτωσής της στερεώνεται στην κανονική της θέση με ράψιμό της στο μπροστινό τοίχωμα της κοιλιάς (κοιλιακή υστεροπηξία) ή του κόλπου (κολπική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υστεροπηγία — η, Ν ιατρ. υστεροπηξία …   Dictionary of Greek

  • υστεροπηγία — η (ιατρ.), η υστεροπηξία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”